καλοχέρης

καλοχέρης
ο, θηλ. καλοχέρα
ανοιχτοχέρης, γενναιόδωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* + -χέρης (< χέρι), πρβλ. ανοιχτο-χέρης, απλο-χέρης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλοχέρης — ο θηλ. καλοχέρα ανοιχτοχέρης, γενναιόδωρος: Αν και δεν είναι καλοχέρης, σε πλήρωσε καλά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”